- ανακροτώ
- ἀνακροτῶ (-έω) (Α)σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κροτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακροταλίζω — ἀνακροταλίζω (Α) βλ. ἀνακροτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροταλίζω] … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek